Το σησάμι ανήκει στο γένος Sesamum και
είναι ένα από τα 16 γένη της οικογένειας Pedeliaceae. Υπάρχουν 36 είδη
σησαμιού, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια, διασκορπισμένα κυρίως στην
Αφρικανική σαββάνα, στην Ινδία, στις Ανατολικές Ινδίες και στην Αυστραλία. Το
είδος που καλλιεργείται είναι το Sesamum indicum ΙL., και αποτελεί την κύρια
πηγή σησαμιού. Κυρίως φύεται στην Ινδία, την Κίνα, το Μεξικό και το Σουδάν.
Το όνομα σησάμι προέρχεται από την Αραβική λέξη "semsin".
Παλαιότερα η Ινδία θεωρούνταν η χώρα
καταγωγής του σησαμιού, αλλά σήμερα πιστεύουμε ότι η πραγματική χώρα καταγωγής
του είναι το Σουδάν, στην Κεντρική Αφρική, όπου έχουν βρεθεί πολλά άγρια είδη.
Η χρησιμοποίηση του σησαμιού ως τροφής είναι τόσο παλαιά όσο του σιταριού και
του ρυζιού όπως προκύπτει από αρχαιολογικές ανασκαφές στην αρχαία Αίγυπτο το
6000 π.Χ. Βάση των αρχαίων ευρημάτων δύο πιθανοί δρόμοι δημιουργήθηκαν για την
εξάπλωση του από την Κεντρκή Αφρική, ο ένας δρόμος ανατολικά πέρασε πάνω από
τον Ινδικό Ωκεανό και έφθασε στην Ινδία, στην Κεντρική Ασία και από εκεί στην
Κίνα, την Ιαπωνία, την Βορειοανατολική Ασία και την Αυστραλία. Ο άλλος δρόμος
ήταν βόρεια από την Αίγυπτο και μέσω των Μεσογειακών χωρών στην Αραβία, την
Κεντρική Ασία και την Κίνα, και τελικά στην Ευρώπη.
Το σησάμι είναι φυτό με ύψος
100-120cm, το οποίο αναπτύσει απλά ή διακλαδισμένα στελέχη. Τα φύλλα του
φύονται στους κόμβους εναλλάξ ή αντικρυστά. Ένα σε κάθε τρία άνθη, μήκους 4-5 cm , γονιμοποιείται και
αργότερα αναπτύσεται ο υποδοχέας που φέρει τους σπόρους. Το φυτό αρχίζει να
ανθίζει 40-50 ημέρες μετά τη σπορά και η ανθοφορία συνεχίζεται μέχρι πλήρους
ωριμότητας του φυτού. Ο αναποδογυρισμένος υποδοχέας ανοίγει από την κορυφή και
απελευθερώνει τους σπόρους. Η αραβική φράση «σουσάμι άνοιξε» λέγεται ότι
προέρχεται από τις κινήσεις που κάνει η κάψουλα για να ανοίξει. Κάθε κάψουλα
περιέχει 70-100 σπόρους. Οι σπόροι, ανάλογα με την ποικιλία από την οποία
προέρχονται, διαφέρουν αρκετά στο χρώμα, το μέγεθος ακόμη και στην υφή του
φλοιού του σπόρου. Το χρώμα διαφοροποιείται από τελείως λευκό σε καστανό,
καστανοκίτρινο, γκρίζο, ιώδες και μαύρο. Ο φλοιός του σπόρου μπορεί να είναι
ομαλός ή και ανώμαλος.
Συνήθως το μαύρο σησάμι έχει
παχύ φλοιό. Το σησάμι ενώ πρωτοεμφανίσθηκε στην Αφρικανική σαββάνα τώρα
καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο, σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές μεταξύ του
Βορείου και Νοτίου 45ου παραλλήλου. Η καλλιέργεια του απαιτεί όχι χαμηλές θερμοκρασίες
κατά τη βλαστική περίοδο. Η ανάπτυξη και η δημιουργία σπόρων ευνοείται όταν η
μέση ημερήσια θερμοκρασία είναι περίπου 25° C. Οι σπόροι ωριμάζουν συνήθως σε
70-140 ημέρες.
Το φυτό αντέχει στην ξηρασία και μπορεί να αναπτυχθεί σε περιοχές όπου υπάρχει αρκετή βροχόπτωση. Έχει καλά αναπτυγμένο ριζικό σύστημα το οποίο μπορεί να βρει νερό και σε βαθύτερα στρώματα. Η απόδοση του κυμαίνεται από 350 έως 1700kg/ha και εξαρτάται από την ποικιλία που χρησιμοποιείται και από τις τεχνικές καλλιέργειας και συγκομιδής.
Το φυτό αντέχει στην ξηρασία και μπορεί να αναπτυχθεί σε περιοχές όπου υπάρχει αρκετή βροχόπτωση. Έχει καλά αναπτυγμένο ριζικό σύστημα το οποίο μπορεί να βρει νερό και σε βαθύτερα στρώματα. Η απόδοση του κυμαίνεται από 350 έως 1700kg/ha και εξαρτάται από την ποικιλία που χρησιμοποιείται και από τις τεχνικές καλλιέργειας και συγκομιδής.
Σύμφωνα με στοιχεία του FAO ο
μέσος όρος παραγωγής είναι 500kg/ha. Η παραγωγικότητα αυτή θεωρείται αρκετά
χαμηλότερη από την παραγωγή άλλων ελαιούχων πηγών όπως σόγιας και κράμβης.
Έλαιο
Το σησάμι είναι τροφή υψηλής ενεργειακής αξίας. Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα που αποτελούν τον κύριο όγκο των λιπαρών οξέων στο σησαμέλαιο (80%) είναι το ελαϊκό και το λινελαϊκό οξύ, ενώ μικρές είναι οι ποσότητες του παλμιτικού και στεατικού και σε ίχνη μόνο απαντάται το λινολενικό. Το σησαμέλαιο, σε σύγκριση με το σογιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο, περιέχει περισσότερα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα βρίσκονται σε ίδιο ποσοστό τόσο στο σησαμέλαιο όσο και στο σογιέλαιο, ενώ το αραβοσιτέλαιο περιέχει ελαφρώς μικρότερη ποσότητα.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του σησαμελαίου, είναι η απουσία trans-ακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία συνήθως παράγονται κατά την επεξεργασία του σογιέλαιου και άλλων φυτικών ελαίων. Ένας αριθμός μελετών έχει δείξει, ότι τα trans-λιπαρά οξέα δημιουργούν προβλήματα υγείας.
Για το λινελαϊκό οξύ πρέπει να αναφερθεί, ότι μαζί με το λινολενικό και το αραχιδονικό θεωρούνται απαραίτητα λιπαρά οξέα, καθόσον οι ζωικοί οργανισμοί δεν μπορούν να τα συνθέσουν και είναι υποχρεωμένοι να τα καταναλώνουν έτοιμα από τους φυτικούς οργανισμούς. Μια σημαντική φυσιολογική δράση των ακόρεστων λιπαρών οξέων στους ζωικούς οργανισμούς είναι η μείωση της χοληστερόλης στο πλάσμα.
Το σησάμι είναι τροφή υψηλής ενεργειακής αξίας. Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα που αποτελούν τον κύριο όγκο των λιπαρών οξέων στο σησαμέλαιο (80%) είναι το ελαϊκό και το λινελαϊκό οξύ, ενώ μικρές είναι οι ποσότητες του παλμιτικού και στεατικού και σε ίχνη μόνο απαντάται το λινολενικό. Το σησαμέλαιο, σε σύγκριση με το σογιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο, περιέχει περισσότερα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα βρίσκονται σε ίδιο ποσοστό τόσο στο σησαμέλαιο όσο και στο σογιέλαιο, ενώ το αραβοσιτέλαιο περιέχει ελαφρώς μικρότερη ποσότητα.
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του σησαμελαίου, είναι η απουσία trans-ακόρεστων λιπαρών οξέων, τα οποία συνήθως παράγονται κατά την επεξεργασία του σογιέλαιου και άλλων φυτικών ελαίων. Ένας αριθμός μελετών έχει δείξει, ότι τα trans-λιπαρά οξέα δημιουργούν προβλήματα υγείας.
Για το λινελαϊκό οξύ πρέπει να αναφερθεί, ότι μαζί με το λινολενικό και το αραχιδονικό θεωρούνται απαραίτητα λιπαρά οξέα, καθόσον οι ζωικοί οργανισμοί δεν μπορούν να τα συνθέσουν και είναι υποχρεωμένοι να τα καταναλώνουν έτοιμα από τους φυτικούς οργανισμούς. Μια σημαντική φυσιολογική δράση των ακόρεστων λιπαρών οξέων στους ζωικούς οργανισμούς είναι η μείωση της χοληστερόλης στο πλάσμα.
Πρωτεΐνη
Το σησάμι περιέχει
περίπου 20% πρωτεΐνη, πλούσια σε θειούχα αμινοξέα. Η ανάλυση των αμινοξέων του
σησαμιού αποδεικνύει ότι συνδυαζόμενο με τροφές πλούσιες σε λυσίνη, το σησάμι
αποτελεί ένα τρόφιμο πολύ υψηλής πρωτεϊνικής αξίας. Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα
όσπρια είναι γενικά πλούσια σε λυσίνη, αλλά ελλειμματικά σε θειούχα αμινοξέα,
όπως η μεθειονίνη και η κυστίνη. Συνδυασμός λοιπόν οσπρίων με σησάμι ή προϊόντα
σησαμιού, αυξάνει τη διαιτητική αξία της συνολικής πρωτείνης. Τα παραπάνω
έρχεται να επιβεβαιώσει η παραδοσιακή κουζίνα ορισμένων μεσογειακών λαών, που
συνδυάζει όσπρια και προϊόντα σησαμιού, όπως το δημοφιλές "χούμους"
(μίγμα ταχινιού και ρεβιθιών).
Υδατάνθρακες
Το σησάμι περιέχει
18-20% υδατάνθρακες. Περιέχει ελάχιστη ποσότητα γλυκόζης και φρουκτόζης, ενώ το
άμυλο απουσιάζει. Οι περισσότεροι υδατάνθρακες βρίσκονται υπό τη μορφή
διαιτητικών ινών, οι οποίες δεν μπορούν να διασπαστούν από τον ανθρώπινο
οργανισμό αλλά θεωρούνται απαραίτητες για τη σωστή λειτουργία του εντέρου.
Βιταμίνες
Το σησάμι περιέχει
σημαντικές ποσότητες βιταμινών όπως Β1, Β2, Ε, Νιασίνη κ.α. Αν και οι
αντιοξειδωτικές ιδιότητες της βιταμίνης Ε είναι γνωστές εδώ και πολλά χρόνια,
μόνο πρόσφατα η έκφραση "αντιοξειδωτικές βιταμίνες" διαδόθηκε ανάμεσα
σε όσους ενδιαφέρονται για την υγεία τους. Αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της
βαθύτερης κατανόησης της σημασίας των ελευθέρων ριζών για τα βιολογικά
συστήματα και τις ασθένειες. Η βιταμίνη Ε, μια απαραίτητη λιποδιαλυτή βιταμίνη,
περιλαμβάνει οκτώ φυσικές ουσίες, που ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες, τις
τοκοφερόλες και τις τοκοτριενόλες. Τα λαχανικά και τα σπορέλαια,
συμπεριλαμβανομένου του σησαμελαίου, αποτελούν τις κύριες πηγές τοκοφερολών.
Μέταλλα,
Ιχνοστοιχεία, Λιγνάνες
Το σησάμι είναι πλούσιο
σε ασβέστιο και σίδηρο όπως και σε φώσφορο, κάλιο, μαγνήσιο, ψευδάργυρο και
σελήνιο.
Λιγνάνες
Οι λιγνάνες είναι
χημικές ενώσεις μικρού μοριακού βάρους οι οποίες περιέχουν
π-υδροξυ-φαινυλοπροπάνιο. Το σησάμι περιέχει σημαντικές ποσότητες
χαρακτηριστικών λιγνανών, όπως η σεσαμίνη και η σεσαμολίνη. Πρόσφατα, νέες
λιγνάνες ανακαλύφθηκαν στο σησάμι με σημαντικές αντιοξειδωτικές και
φαρμακευτικές ιδιότητες.
Το σησάμι είναι πλούσιο σε
βιταμίνη Ε, η οποία θεωρείται θαυματουργή καθώς προστατεύει από
αρτηριο-σκλήρυνση, συντελεί στη μείωση του κινδύνου του καρκίνου, είναι
απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, βοηθά στη
πρόληψη του καταρράκτη, μειώνει τον κίνδυνο του διαβήτη, επιβραδύνει την
ασθένεια Alzheimer, την ασθένεια του Parkinson, βελτιώνει τις αθλητικές
επιδόσεις και γενικά αυξάνει τη μακροζωία.
Οι λιγνάνες του
σησαμιού, που περιέρχονται στα προϊόντα του, ενισχύουν τη δράση της βιταμίνης
Ε. Πειράματα σε ποντίκια έδειξαν ότι η προσθήκη σησαμιού στη διατροφή τους
επιβραδύνει τη γήρανση, ενώ η προσθήκη της κυριότερης λιγνάνης του σησαμιού
(σεσαμίνη) στη δίαιτα ποντικιών μείωσε των αριθμό των καρκίνων του μαστού. Το
σησάμι και τα προϊόντα του έχουν την ικανότητα να μειώνουν τη χοληστερόλη στο
αίμα και κατά συνέπεια να προστατεύουν από καρδιοπάθειες μέσω του διπλού ρόλου
της σεσαμίνης.
H σεσαμίνη είναι η μόνη γνωστή ουσία που ταυτόχρονα σταματά, τόσο την απορρόφηση της χοληστερόλης από τις τροφές, όσο και τη σύνθεση της από τον ανθρώπινο οργανισμό. Μια άλλη λιγνάνη του σησαμιού, η πινορεζινόλη, βρέθηκε ότι έχει αντιυπερτασικές ιδιότητες. Η ουσία αυτή περιέχεται σε ένα βότανο που οι Κινέζοι χρησιμοποιούν για την καταπολέμηση της υπέρτασης εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τέλος, ουσίες του σησαμιού βελτιώνουν τη λειτουργία του ήπατος, βοηθώντας το να διασπα τοξικές ουσίες, όπως η αιθανόλη (οινόπνευμα). Το γεγονός αυτό επαληθεύει την Ελληνική παράδοση της κατανάλωσης χαλβά μετά από οινοποσία.
Τα προηγούμενα επιστημονικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την παραδοσιακή άποψη, ότι το σησάμι, το ταχίνι και ο χαλβάς συμβάλλουν στην υγεία, τη μακροζωία και γενικότερα στην ποιότητα ζωής.
ΑΝΤΙΓΗΡΑΝΤΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΙΟΥ
Το σησάμι βρέθηκε να έχει
ανασταλτική επίδραση στη γήρανση σε ποντίκια. Ποντίκια εσπευσμένης γήρανσης,
στη δίαιτα των οποίων έγινε προσθήκη 20% σκόνης σησαμιού, παρουσίασαν
επιβράδυνση και αναστολή της γήρανσης, ιδιαίτερα σε σχέση με ορισμένους
δείκτες, όπως οι περιοφθαλμικές κακώσεις, η γυαλάδα του τριχωτού και η
τραχύτητα του δέρματος. Στα ποντίκια στα οποία χορηγήθηκε κανονική δίαιτα, οι
παραπάνω δείκτες γήρανσης αυξήθηκαν από το 20 μήνα, ενώ αντίθετα, στα ποντίκια
που χορηγήθηκε σησάμι, η γήρανση επιβραδύνθηκε και αναστάλθηκε. Η βιταμίνη Ε
αναγνωρίζεται ως συστατικό των τροφίμων με αντιγηραντική δράση.
ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΙΟΥ
Τα υπεροξείδια του αζώτου, που
είναι ισχυρά μεταλλαξιογόνα και σχηματίζονται από ελεύθερες ρίζες μονοξειδίου
του αζώτου είναι ένας από τους πιο σημαντικούς συντελεστές στην πρόκληση
καρκίνου και άλλων εκφυλιστικών ασθενειών. Πιστεύεται, ότι η γ - τοκοφερόλη
στην οποία το σησάμι είναι πλούσιο, ενεργεί in vitro σαν μια παγίδα οξειδίων
του αζώτου και άλλων ηλεκτρονιόφιλων μεταλλαξιογόνων, ως αποτέλεσμα της χημικής
δομής της.
Όπως τονίστηκε παρά πάνω, οι λιγνάνες τουσησαμιού ενισχύουν τη δράση της βιταμίνης Ε. Ως εκ τούτου, το σησάμι και τα προϊόντα του θεωρούνται τροφές που μπορούν να προστατεύουν από τον καρκίνο.
Μία από τις λιγνάνες, η σεσαμίνη, μελετήθηκε ως προς την προστατευτική της δράση κατά του καρκίνου του μαστού σε ποντίκια και βρέθηκε ότι, σε διατροφικό επίπεδο 0,2% μειώνει σημαντικά, τόσο το συνολικό αριθμό, όσο και τη μέση εκδήλωση του καρκίνου αυτού.
Όπως τονίστηκε παρά πάνω, οι λιγνάνες τουσησαμιού ενισχύουν τη δράση της βιταμίνης Ε. Ως εκ τούτου, το σησάμι και τα προϊόντα του θεωρούνται τροφές που μπορούν να προστατεύουν από τον καρκίνο.
Μία από τις λιγνάνες, η σεσαμίνη, μελετήθηκε ως προς την προστατευτική της δράση κατά του καρκίνου του μαστού σε ποντίκια και βρέθηκε ότι, σε διατροφικό επίπεδο 0,2% μειώνει σημαντικά, τόσο το συνολικό αριθμό, όσο και τη μέση εκδήλωση του καρκίνου αυτού.
ΥΠΟΧΟΛΗΣΤΕΡΗΝΑΙΜΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΙΟΥ
ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
Το σησάμι και τα προϊόντα του έχουν την
ικανότητα να μειώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Η ικανότητα αυτή
οφείλεται στην παράλληλη δράση τριών μηχανισμών: την επίδραση των λιπαρών
οξέων, τη δράση της βιταμίνης Ε (τοκοφερόλες) και τη δράση της σεσαμίνης.
Η σύνθεση των λιπαρών οξέων του σησαμιού χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ακόρεστων λιπαρών οξέων. Πειράματα σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι η αύξηση των λιπαρών αυτών οξέων στη διατροφή, μειώνει την χοληστερόλη στο αίμα και κατά συνέπεια προστατεύει από τη στεφανιαία νόσο. Πιο συγκεκριμένα, αύξηση στην πρόσληψη ακόρεστων λιπαρών οξέων κατά 1% (με ανάλογη μείωση των κορεσμένων) μειώνει τη χοληστερόλη στο αίμα κατά 2% και την πιθανότητα θανάτου από στεφανιαία νόσο κατά 5%.
Αν και μέχρι πρόσφατα η χοληστερόλη θεωρείτο υπεύθυνη για την αρτηριοσκλήρυνση, σύγχρονες μελέτες έχουν αποδείξει, ότι δεν είναι η χοληστερόλη αυτή καθ' αυτή υπεύθυνη για την ασθένεια, αλλά η οξειδωμένη LDL και τα προϊόντα της. Η βιταμίνη Ε, ως αντιοξειδωτική προστατεύει την LDL από οξείδωση και κατά συνέπεια τον ανθρώπινο οργανισμό από αρτηριοσκλήρυνση.
Αποτελέσματα πολλαπλών ερευνών, φανερώνουν μια μοναδική λειτουργία της σεσαμίνης στη δυναμική της χοληστερόλης, καθώς δεν υπάρχει άλλη ουσία που ταυτόχρονα να σταματά, τόσο την απορρόφηση, όσο και τη σύνθεση της χοληστερόλης. Αυτό σημαίνει, ότι η σεσαμίνη μπορεί να εξυπηρετήσει ως ένας επαρκής φυσικός υποχοληστερηναιμικός παράγοντας.
Η σύνθεση των λιπαρών οξέων του σησαμιού χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ακόρεστων λιπαρών οξέων. Πειράματα σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι η αύξηση των λιπαρών αυτών οξέων στη διατροφή, μειώνει την χοληστερόλη στο αίμα και κατά συνέπεια προστατεύει από τη στεφανιαία νόσο. Πιο συγκεκριμένα, αύξηση στην πρόσληψη ακόρεστων λιπαρών οξέων κατά 1% (με ανάλογη μείωση των κορεσμένων) μειώνει τη χοληστερόλη στο αίμα κατά 2% και την πιθανότητα θανάτου από στεφανιαία νόσο κατά 5%.
Αν και μέχρι πρόσφατα η χοληστερόλη θεωρείτο υπεύθυνη για την αρτηριοσκλήρυνση, σύγχρονες μελέτες έχουν αποδείξει, ότι δεν είναι η χοληστερόλη αυτή καθ' αυτή υπεύθυνη για την ασθένεια, αλλά η οξειδωμένη LDL και τα προϊόντα της. Η βιταμίνη Ε, ως αντιοξειδωτική προστατεύει την LDL από οξείδωση και κατά συνέπεια τον ανθρώπινο οργανισμό από αρτηριοσκλήρυνση.
Αποτελέσματα πολλαπλών ερευνών, φανερώνουν μια μοναδική λειτουργία της σεσαμίνης στη δυναμική της χοληστερόλης, καθώς δεν υπάρχει άλλη ουσία που ταυτόχρονα να σταματά, τόσο την απορρόφηση, όσο και τη σύνθεση της χοληστερόλης. Αυτό σημαίνει, ότι η σεσαμίνη μπορεί να εξυπηρετήσει ως ένας επαρκής φυσικός υποχοληστερηναιμικός παράγοντας.
ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΙΟΥ
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη
δεδομένα που να αποδεικνύουν τις αντιυπερτασικές ιδιότητες του σησαμιού,
θεωρείται πιθανό η κατανάλωση σησαμιού και των προϊόντων του να συμβάλλει στην
αντιμετώπιση της υπέρτασης, λόγω της πινορεξινόλης μια από της κύριες
αντιοξειδωτικές ουσίες του σησαμιού, η οποία έχει αποδεδειγμένη αντιυπερτασική δράση.
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΕΣΑΜΙΝΗΣ ΣΤΙΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ
ΗΠΑΤΟΣ
Η σεσαμίνη βρέθηκε ότι βελτιώνει
τη δράση ενός αριθμού ενζύμων του ήπατος. Τα ένζυμα αυτά σχετίζονται με την
ικανότητα του ήπατος να διασπά τοξικές ουσίες του αίματος. Χορήγηση σεσαμίνης
και α - τοκοφερόλης μειώνει σημαντικά την αιθανόλη στο αίμα. Στην Ιαπωνία
κυκλοφορούν στο εμπόριο παρασκευάσματα που περιέχουν τις παραπάνω δύο ουσίες
και προορίζονται για χρήση μετά από κατανάλωση αλκοολούχων ποτών. Το γεγονός
αυτό επαληθεύει την ελληνική παράδοση της κατανάλωσης χαλβά μετά από οινοποσία.
ANTIOΞΕΙΔΩΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΣΗΣΑΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΕΛΑΙΟΥ ΤΟΥ
Τα εδώδιμα λίπη και
έλαια και οι λιπαρές τροφές γενικά, οξειδώνονται κατά τη διάρκεια της
αποθήκευσης τους, με συνέπεια να παράγονται χημικές ενώσεις που προκαλούν
τάγγισμα και αλλοιώνουν τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των τροφών αυτών.
Μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες του σησαμελαίου είναι η υψηλή σταθερότητα του ως προς την οξείδωση, ιδιότητα γνωστή από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Πρώτος ο Grettie, πρόσθεσε μικρές ποσότητες υδρογονωμένου σησαμελαίου ως αντιοξειδωτικό σε λαρδί και άλλα λίπη. Αργότερα ο Fiero ανακάλυψε ότι το υδρογονωμένο σησαμέλαιο είναι πολύ πιο ανθεκτικό στην οξείδωση σε σύγκριση με άλλα υδρογονωμένα φυτικά έλαια.
Το σησαμέλαιο, κατά την αποθήκευση του, δεν ταγγίζει όπως άλλα έλαια, και κατά τη θέρμανση του δεν αυξάνει το ιξώδες του (φαινόμενο που παρατηρείται στα άλλα έλαια, λόγω αντιδράσεων πολυμερισμού), δεν "καπνίζει" και δεν δημιουργούνται δυσάρεστες οσμές.
Η προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η σταθερότητα του σησαμιού, καθώς και οι φαρμακευτικές του ιδιότητες, οδήγησε στην ταυτοποίηση φαρμακολογικά ενεργών ουσιών όπως οι λιγνάνες και ιδιαίτερα της σεσαμίνης και της σεσαμολίνης. Πρόσφατη όμως έρευνα έχει δείξει ότι η χημική βάση της αντιοξειδωτικής υπεροχής του καβουρντισμένου σησαμελαίου είναι αποτέλεσμα του ισχυρού αντιοξειδωτικού του συστατικού, σεσαμόλη. Η σεσαμόλη σχηματίζεται από την αποσύνθεση της σεσαμολίνης κατά το φρυγάνισμα, γεγονός που εξηγεί και την υπεροχή του ελαίου από φρυγανισμένο σησάμι έναντι ελαίου που δεν προέρχεται από φρυγάνισμα των σπόρων.
Σε μια μελέτη, τέσσερις νέες αντιοξειδωτικές ουσίες, εκτός της γ - τοκοφερόλης και σεσαμόλης, βρέθηκαν να είναι παρούσες στο σησαμέλαιο. Οι ουσίες αυτές ταυτοποιήθηκαν ως:
Μια από τις σημαντικότερες ιδιότητες του σησαμελαίου είναι η υψηλή σταθερότητα του ως προς την οξείδωση, ιδιότητα γνωστή από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Πρώτος ο Grettie, πρόσθεσε μικρές ποσότητες υδρογονωμένου σησαμελαίου ως αντιοξειδωτικό σε λαρδί και άλλα λίπη. Αργότερα ο Fiero ανακάλυψε ότι το υδρογονωμένο σησαμέλαιο είναι πολύ πιο ανθεκτικό στην οξείδωση σε σύγκριση με άλλα υδρογονωμένα φυτικά έλαια.
Το σησαμέλαιο, κατά την αποθήκευση του, δεν ταγγίζει όπως άλλα έλαια, και κατά τη θέρμανση του δεν αυξάνει το ιξώδες του (φαινόμενο που παρατηρείται στα άλλα έλαια, λόγω αντιδράσεων πολυμερισμού), δεν "καπνίζει" και δεν δημιουργούνται δυσάρεστες οσμές.
Η προσπάθεια να αποσαφηνιστεί η σταθερότητα του σησαμιού, καθώς και οι φαρμακευτικές του ιδιότητες, οδήγησε στην ταυτοποίηση φαρμακολογικά ενεργών ουσιών όπως οι λιγνάνες και ιδιαίτερα της σεσαμίνης και της σεσαμολίνης. Πρόσφατη όμως έρευνα έχει δείξει ότι η χημική βάση της αντιοξειδωτικής υπεροχής του καβουρντισμένου σησαμελαίου είναι αποτέλεσμα του ισχυρού αντιοξειδωτικού του συστατικού, σεσαμόλη. Η σεσαμόλη σχηματίζεται από την αποσύνθεση της σεσαμολίνης κατά το φρυγάνισμα, γεγονός που εξηγεί και την υπεροχή του ελαίου από φρυγανισμένο σησάμι έναντι ελαίου που δεν προέρχεται από φρυγάνισμα των σπόρων.
Σε μια μελέτη, τέσσερις νέες αντιοξειδωτικές ουσίες, εκτός της γ - τοκοφερόλης και σεσαμόλης, βρέθηκαν να είναι παρούσες στο σησαμέλαιο. Οι ουσίες αυτές ταυτοποιήθηκαν ως:
Α)
φερουλικό οξύ
Β) μια ουσία όμοια με το άγλυκο απλού οξειδίου (simpleoxide)
Γ) μια λιγνάνη ανάλογη της σεσαμολίνης,
Δ) μια λιγνάνη ανάλογη της σεσαμίνης
Η αντιοξειδωτική δράση τόσο της σεσαμολινόλης
όσο και της σεσαμινόλης είναι ισχυρότερη σε σύγκριση με τις άλλες δύο
φαινολικές ουσίες και μάλιστα ισχυρότερη από αυτή της βιταμίνης Ε in vitro.Β) μια ουσία όμοια με το άγλυκο απλού οξειδίου (simpleoxide)
Γ) μια λιγνάνη ανάλογη της σεσαμολίνης,
Δ) μια λιγνάνη ανάλογη της σεσαμίνης
Mεγάλο ενδιαφέρον έχει αποδοθεί στην καταστροφή των μεμβρανών, των νουκλεϊκών οξέων και των πρωτεϊνών από ενεργά είδη οξυγόνου που παράγονται κατά την αναγωγή του μοριακού οξυγόνου, καθώς και την υπεροξείδωση των λιπών. Οι βιταμίνες Ε, C και Α είναι γνωστές για την ικανότητα τους. να δεσμεύουν το ενεργό οξυγόνο.
Η αντιοξειδωτική δράση της σεσαμινόλης, της σεσαμόλης και άλλων αντιοξειδωτικών μελετήθηκε σε διάφορα συστήματα - πρότυπα υπεροξείδωσης in vivo και βρέθηκε ότι οι φαινολικές λιγνάνες του σησαμιού έχουν ανασταλτική δράση κατά της υπεροξείδωσης των λιπών, ίση ή και ισχυρότερη από αυτήν της α - τοκοφερόλης (βιταμίνη Ε).
Πολύ πρόσφατες μελέτες έχουν φέρει στο φως ενδείξεις ότι η γ - τοκοφερόλη, η οποία βρίσκεται κατά κύριο λόγο στο σησάμι, μπορεί να είναι το ίδιο σημαντική όπως και η α - τοκοφερόλη στην πρόληψη εκφυλιστικών ασθενειών. Η γ - τοκοφερόλη προσφέρει πολύτιμη προστασία κατά των οξειδίων του αζώτου, μιας μεγάλης κατηγορίας ουσιών που η α - τοκοφερόλη αγνοεί. Αυτές οι νέες ανακαλύψεις έχουν μεγάλη σημασία, καθόσον η βιταμίνη Ε, που πωλείται σε συμπληρώματα διατροφής περιέχει κατά κύριο λόγο α - τοκοφερόλη.
Το σησάμι έχει σπουδαία βιταμινική δράση (ως προς την Ε) ως αποτέλεσμα της συνεργατικής δράσης των λιγνανών του και της γ - τοκοφερόλης.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η βιταμίνη Ε ελέγχει την προσκόλληση και συγκέντρωση αθηρωματικών πλακών (platelets) στις αρτηρίες, οι οποίες συντελούν στη θρόμβωση και την ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης και κατά συνέπεια εμφράγματος και εγκεφαλικών επεισοδίων. Ένας μηχανισμός μέσω του οποίου η βιταμίνη Ε μπορεί να προστατεύει από καρδιαγγειακές παθήσεις είναι η προστασία της LDL (Low Density Lipoprotein) από οξείδωση. Η οξειδωμένη LDL είναι η απαρχή του τραυματισμού των αρτηριών, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε αρτηριοσκλήρυνση. Αρκετά πειραματικά και επιδημιολογικά δεδομένα συνιστούν ότι η βιταμίνη Ε μπορεί να παίζει ρόλο στη μείωση του κινδύνου του καρκίνου. Η βιταμίνη Ε εμποδίζει τη μετάλλαξη των κυττάρων, κυρίως μέσω της αντιοξειδωτικής της δράσης, εξαλείφοντας τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου και καταστέλλοντας την καταστροφή του DNA. Υπάρχουν ενδείξεις από μελέτες σε ζώα για ανασταλτική δράση της βιταμίνης Ε στη δημιουργία και ανάπτυξη όγκων. Επιπλέον, αμερικανοί ερευνητές έδειξαν ότι η γ - τοκοφερόλη μπλοκάρει το σχηματισμό καρκινικών κυττάρων σε υψηλές συγκεντρώσεις και είναι πιο αποτελεσματική από την α - τοκοφερόλη.
Μελέτες σε ζώα και ανθρώπους έδειξαν ότι η βιταμίνη Ε είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα ανοσοκύτταρα είναι εξαιρετικά ευπαθή στις ελεύθερες ρίζες, των οποίων η δράση παρεμποδίζεται από τη βιταμίνη Ε. Η βιταμίνη Ε μπορεί ακόμη να επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα αυξάνοντας τη δραστηριότητα των φυσικών κυττάρων - φονιάδων (killer cells). Έλλειψη της βιταμίνης Ε σχετίζεται με μείωση της αποτελεσματικότητας του ανοσοποιητικού συστήματος, γήρανση και ως επακόλουθο την ανάπτυξη μολυσματικών ασθενειών.
Ενδείξεις υπάρχουν ακόμη, ότι η βιταμίνη Ε βοηθά στην πρόληψη του καταρράκτη. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η πρόκληση του καταρράκτη οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, στην αποικοδόμηση των πρωτεϊνών του φακού από ελεύθερες ρίζες και άλλα ασταθή μόρια. Η υψηλή περιεκτικότητα του αίματος οε βιταμίνη Ε βρέθηκε να σχετίζεται με μειωμένη εμφάνιση της πάθησης αυτής των ματιών.
Υπεύθυνες και για τον διαβήτη τύπου -2 (μη εξαρτώμενος από την ινσουλίνη), είναι πάλι οι ελεύθερες ρίζες. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι η οξείδωση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το μεταβολισμό των σακχάρων ή να προκαλέσει βλάβες στο πάγκρεας, τη μοναδική πηγή ινσουλίνης του σώματος. Μια φινλανδική έρευνα που περιλάμβανε 944 άνδρες έδωσε τις πρώτες επιδημιολογικές ενδείξεις, ότι η βιταμίνη Ε μειώνει τον κίνδυνο αυτού του τύπου διαβήτη, αφού οι άνδρες με χαμηλά ποσοστά βιταμίνης Ε στο αίμα παρουσίασαν τετραπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης της ασθένειας.
Ο κατάλογος με τις ωφέλιμες δράσεις της βιταμίνης Ε (α - τοκοφερόλης) είναι τόσο μακρύς που φαίνεται ότι η βιταμίνη αυτή αποτελεί θαυματουργό φάρμακο. Ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν, ότι τα πρόσθετα βιταμίνης Ε μπορούν να εμποδίσουν ή να επιβραδύνουν, μεταξύ άλλων, την ασθένεια Alzheimer, την ασθένεια Parkinson, να βελτιώσουν τις αθλητικές επιδόσεις και να αυξήσουν την μακροζωία. Τέλος, ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι δεκάδες μονάδες βιταμίνης Ε από τροφές, προσδίδουν το ίδιο όφελος όσο εκατοντάδες μονάδες βιταμίνης Ε από χάπια.
Πηγή: http://www.sesame.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου